θάμβωση

θάμβωση
η
βλ. θάμπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμβώνω. Η λ. στον λόγιο τ. θάμβωσις μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θαμβώσῃ — θαμβόομαι to be terrified aor subj mp 2nd sg θαμβόομαι to be terrified fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμπωση — και θάμβωση, η [θαμπώνω] 1. η πράξη και η ενέργεια τού θαμπώνω 2. το αποτέλεσμα τού θαμπώνω, το θάμπωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”