θαμβώσῃ — θαμβόομαι to be terrified aor subj mp 2nd sg θαμβόομαι to be terrified fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμπωση — και θάμβωση, η [θαμπώνω] 1. η πράξη και η ενέργεια τού θαμπώνω 2. το αποτέλεσμα τού θαμπώνω, το θάμπωμα … Dictionary of Greek